σίλιγνον

σίλιγνον
σίλιγνον
Grammatical information: n.
Meaning: `winter wheat', Lat. silīgō (pap. II - VIp)
Other forms: -ιον (σελ-).
Derivatives: σιλιγν(ι)-άριος m. `baker or seller of σ.', also σιλιγινάριος = Lat. silīginārius (ibid.). Besides σίλιγνις (σέλ-) f. `flour made of σ.' (Chrysipp. Tyan., Gal. etc.) with -ίτης (ἄρτος) `bread made of σ.' (Gal., inscr. Ephesos I--IIp; Redard 91), -ίας m. `id.' (Eust.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. silīgō, -inis f. with transformation to the ο-, ιο-, resp. ι-stems; the last after σεμίδᾱλις(?). W.-Hofmann s. v.
Page in Frisk: 2,705-706

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σίλιγνον — και σιλίγνιον και σελίγνιον, τὸ ΜΑ, και σιλίκνιον Μ λεπτό πρώιμο καλοκαιρινό σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. siligo, inis «είδος σίτου» + κατάλ. (ι)ον τών ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • σιλιγνοπώλιον — τὸ, Α κατάστημα ή τόπος όπου πωλούσαν σίλιγνον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ἀρτο πώλιον, αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί σιλιγνοπάλιον (< σίλιγνον + πάλιον < πάλη «λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι»)] …   Dictionary of Greek

  • σιλιγνίτης — και σιλιγνείτης, ὁ, Α (ενν. άρτος) ψωμί παρασκευασμένο από σίλιγνον. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πιτυρ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • σίλιγνις — και σέλιγνις, ίγνεως, ἡ, ΜΑ λεπτό αλεύρι από σιλίγνιον* («εἶτα ἐπέβαλον μέλι καὶ σιλίγνεως ἡμίσειαν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον σελίγνιον «είδος σίτου» + επίθημα ις] …   Dictionary of Greek

  • σελίγνιον — τὸ, Α βλ. σίλιγνον …   Dictionary of Greek

  • σιλίγνιον — τὸ, Α βλ. σίλιγνον …   Dictionary of Greek

  • σιλίκνιον — τὸ, Μ βλ. σίλιγνον …   Dictionary of Greek

  • σιλιγνάριος — και σιλιγινάριος και σιλιγνιάριος, ὁ, Α αυτός που πουλάει σιλίγνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. λατ. siligin arius] …   Dictionary of Greek

  • σιλιγνίας — ὁ, Μ ο σιλιγνίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλιγνον «είδος σίτου» + κατάλ. ίας (πρβλ. πιτυρ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”